σφενδονητικός

σφενδονητικός
σφενδον-ητικός, ή, όν,
A of or for slinging, εὐστοχία Sch.Lyc.633: ἡ -κή (sc. τέχνη) the art of slinging, Pl.La.193b.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σφενδονητικός — ή, όν, Α [σφενδονήτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σφενδονήτη 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ σφενδονητική (ενν. τέχνη) η τέχνη τού χειρισμού τής σφενδόνης …   Dictionary of Greek

  • σφενδονητικῆς — σφενδονητικός of fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφενδονητικῇ — σφενδονητικός of fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφενδονητικήν — σφενδονητικός of fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”